θηρονόμος

θηρονόμος
θηρονόμος, -ον (Α)
1. (για όρος) αυτός που τρέφει ή έχει άγρια ζώα
2. (για τον θεό Πάνα) αυτός που βόσκει θηρία, ζώα
3. (για το μαστίγιο) αυτός με τον οποίο οδηγούνται τα ζώα ή γυμνάζονται θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)-* + -νόμος (< νέμω), πρβλ. οικο-νόμος, παιδο-νόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θηρονόμος — feeding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρονόμα — θηρονόμος feeding neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρονόμε — θηρονόμος feeding masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρονόμου — θηρονόμος feeding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρονόμῳ — θηρονόμος feeding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”